ἀγχίμολος

ἀγχίμολος
ἀγχίμολος
coming near
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγχίμολος — (τέλη 6ου αι. π.Χ).Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του Αστέρα. Στάλθηκε από τη Σπάρτη στην Αθήνα με στρατό για να διώξει τους Πεισιστρατίδες. Στη μάχη που επακολούθησε στο Φάληρο, οι Λακεδαιμόνιοι νικήθηκαν από τους συνασπισμένους με χίλιους Θεσσαλούς …   Dictionary of Greek

  • ἀγχίμολον — ἀγχίμολος coming near masc/fem acc sg ἀγχίμολος coming near neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιμόλοιο — ἀγχίμολος coming near masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιμόλου — ἀγχίμολος coming near masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιμόλῳ — ἀγχίμολος coming near masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίμολοι — ἀγχίμολος coming near masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”